ΑΡΙΘΜΟΣ 1080/2025
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
- Εργαζόμενος. Υποχρέωση πίστης. Ποινική ρήτρα. Μείωση ποινικής ρήτρας. Κρίση του Αρείου Πάγου σχετικά με τη μείωση της Ποινικής Ρήτρας: Το Εφετείο ορθώς έκρινε ότι η ποινή ήταν δυσανάλογα μεγάλη και σωστά τη μείωσε. Για την κρίση του έλαβε υπόψη του πολλαπλούς παράγοντες, όπως: α) Την οικονομική ζημία της εταιρείας (10.800 ευρώ), β) Την οικονομική κατάσταση του υπαλλήλου (ετήσιος μισθός 16.900 ευρώ, διαζευγμένος με δύο ανήλικα τέκνα), γ) Το γεγονός ότι ο υπάλληλος, ως ασθενέστερο μέρος, δεν είχε διαπραγματευτική ισχύ κατά την υπογραφή της σύμβασης και δ) Το ότι η εταιρεία δεν παρείχε κάποιο ειδικό οικονομικό αντάλλαγμα για τη δέσμευση αυτή.
- Ο εργοδότης με ειδικό όρο (ρήτρα) στην ατομική σύμβαση εργασίας που καταρτίζει με τον εργαζόμενο μπορεί να επιβάλει σε αυτόν την υποχρέωση να τηρεί πίστη στο πρόσωπό του (υποχρέωση εχεμύθειας) και να μην τον ανταγωνίζεται (απαγόρευση ανταγωνισμού) ακόμη και μετά τη λύση της εργασιακής τους σύμβασης (άρθρα 200, 288, 361, 648, 651 και 652 ΑΚ). Η μετασυμβατική υποχρέωση εχεμύθειας δεσμεύει τον εργαζόμενο ιδίως να μην αποκαλύπτει σε τρίτα πρόσωπα ή να μην χρησιμοποιεί ο ίδιος εμπορικά και βιομηχανικά απόρρητα της επιχείρησης του εργοδότη του, τα οποία πληροφορήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο όσο απασχολείτο σε αυτόν. Τα απόρρητα αυτά μπορεί, ενδεικτικά, να αφορούν στην εσωτερική οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης, στην οικονομική κατάσταση και στην πορεία των εργασιών της, στους πελάτες της επιχείρησης, στους προμηθευτές της, στα σχέδια διάθεσης των προϊόντων της στην αγορά, στις τεχνικές μεθόδους παραγωγής, στις συνθέσεις προϊόντων της, στα απόρρητα προγράμματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών της κ.λπ.. Η μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού επιβάλλει στον εργαζόμενο, ενδεικτικά, την υποχρέωση να μην εργασθεί και να μην αξιοποιήσει τις γνώσεις και την εμπειρία του είτε για προσωπικό όφελος, είτε για όφελος ανταγωνιστή του εργοδότη του, χωρίς τη συγκατάθεσή του, να επιδοθεί σε όμοια ή παρεμφερή εμπορική δραστηριότητα είτε προσωπικά, είτε με αντιπρόσωπο ή άλλο παρένθετο πρόσωπο, να αποσπάσει εργαζομένους ή πελάτες της επιχείρησης του προηγούμενου εργοδότη του, να αποτρέπει τρίτους να συναλλάσσονται με αυτόν ή να τους προτρέπει να προμηθευθούν προϊόντα από ανταγωνιστές του και να αποκαλύπτει τα επιχειρηματικά μυστικά που απέκτησε από την εργασία του στον πρώην εργοδότη του σε ανταγωνιστές του (ΑΠ 1782/2023). Η ρήτρα αυτή, όταν προστατεύει δικαιολογημένα επαγγελματικά συμφέροντα του εργοδότη, είναι έγκυρη. Ο εργοδότης όμως βρίσκεται συχνά σε δυσχέρεια να αποδείξει την ύπαρξη και το μέγεθος της ζημίας που υπέστη από τις ανταγωνιστικές πράξεις του εργαζομένου ή από την παράβαση της ρήτρας εμπιστευτικότητας προς το πρόσωπό του. Για το λόγο αυτό μπορεί να περιληφθεί στην ατομική σύμβαση εργασίας ποινική ρήτρα, με την οποία εργαζόμενος θα αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργοδότη συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ως ποινή για την περίπτωση που αθετήσει τις μετασυμβατικές αυτές υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη (ΑΠ 928/2023). Αν όμως η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα και συνεπώς αδικαιολόγητα μεγάλη σε σύγκριση με τη ζημία, περιουσιακή ή και ηθική, την οποία υπέστη ο εργοδότης από την αντισυμβατική συμπεριφορά του εργαζομένου, μπορεί ο εργαζόμενος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 409 εδάφιο α του ΑΚ να αιτηθεί από το δικαστήριο είτε με αγωγή, είτε με ένσταση να μειωθεί η ποινή στο μέτρο που αρμόζει (πρβλ. ΑΠ 147/2024).
- Η διάταξη περαιτέρω του άρθρου 409 εδάφιο α του ΑΚ είναι εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης (άρθρο 288 του ΑΚ) και της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παράγραφος 1 εδάφια 3 και 4 του Συντάγματος). Η αρχή αυτή επιβάλλει να υπάρχει αναλογία μεταξύ της ποινικής ρήτρας και του σκοπού, τον οποίο αυτή επιδιώκει. Δυσαναλογία μεταξύ μέσου - δηλαδή της ποινής που συμφωνήθηκε - και του σκοπού που προαναφέρθηκε υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία η ποινή είναι υπέρογκη. Η μείωση της ποινής στο μέτρο που αρμόζει επιβάλλεται, όταν ο σκοπός, τον οποίο εξυπηρετεί η ποινική ρήτρα μπορεί να ικανοποιηθεί και με την καταβολή μικρότερου ποσού. Η "δυσαναλογία" κρίνεται σύμφωνα με τα εξής, ενδεικτικά, κριτήρια: α) από την ποσοτική σύγκριση της ποινής με το οικονομικό όφελος, το οποίο αποκόμισε ο εργαζόμενος από την παράβαση της ρήτρας μη ανταγωνισμού και εμπιστευτικότητας μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας του, β) από την οικονομική ζημία που υπέστη ο εργοδότης, επειδή ο εργαζόμενος αθέτησε τη ρήτρα, γ) από τις γενικότερες επιβλαβείς συνέπειες που προκάλεσε η συμπεριφορά του εργαζομένου σε βάρος δικαιολογημένων, νομίμων και άξιων προστασίας επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων του εργοδότη, δ) από την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του εργοδότη και του εργαζομένου, ε) από την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη και τις συνέπειές της, στ) από το βαθμό του πταίσματος του εργαζομένου, ζ) από τη δυνατότητα ή μη του εργαζομένου ως ασθενέστερου συμβαλλομένου να διαπραγματευθεί με τον εργοδότη του και να επηρεάσει το περιεχόμενο της ποινικής ρήτρας και, κυρίως, το ποσό της ποινής (πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 6-11-2018 στην υπόθεση C-619/16, S.W.K. κατά Land Berlin, ECLI:EU:C:218:872, σκέψη 48) , η) από τη δυνατότητα του εργοδότη να απαιτήσει ή όχι από τον εργαζόμενο σωρευτικά τόσο την ποινή, όσο και πλήρη αποζημίωση, θ) από τις οικονομικές σχέσεις των μερών και ι) από τις γενικές συνθήκες υπό τις οποίες ο εργαζόμενος προέβη σε αθέτηση της ρήτρας εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού (ΑΠ 1591/2002, ΑΠ 1285/1994, πρβλ. ΑΠ 471/2023).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΕΔΩ: Σεμινάριο Τεχνητής Νοημοσύνης για Δικηγόρους
ΕΔΩ: Η Δικηγορία στη Νέα Εποχή. Από τον Lawyer Erectus στον Lawwyer Deus,
το ΝΕΟ συναρπαστικό βιβλίο του Θεμιστοκλή Π. Χατζηιωάννου για τη δικηγορία στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης