ΑΡΙΘΜΟΣ 1708/2023
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
- Σύμβαση έργου. Αμοιβή. Η αναιρεσίβλητη ανέλαβε, με σύμβαση του 2005, να πραγματοποιήσει εκσκαφές και διαμορφώσεις χώρων σε δύο ξενοδοχεία της αναιρεσείουσας, έναντι αμοιβής 50.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Παρά το νόμο αποδοχή πραγμάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινών χωρίς απόδειξη. Έκδοση τιμολογίου και Φόρος Προστιθέμενης Αξίας. Τοκοφορία ΦΠΑ. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση. Η απόφαση του Εφετείου αναιρέθηκε εν μέρει μόνο ως προς τον χρόνο έναρξης τοκοφορίας του ΦΠΑ.
- Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 ΑΚ προκύπτει ότι, με τη σύμβαση έργου, ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης και να παραδώσει τούτο, εκπληρώνοντας την κύρια συμβατική υποχρέωσή του και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου, ήτοι την περιέλευση του έργου στη δική του σφαίρα εξουσίασης. Ο εργολάβος, κατ' εξαίρεση από τις γενικές αρχές που ισχύουν στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, έχει, έναντι του κυρίου του έργου, υποχρέωση να εκπληρώσει πρώτος τόσο την κύρια υποχρέωσή του, δηλαδή εκείνη της κατασκευής του έργου, όσο και κάθε άλλη υποχρέωση, η οποία, βάσει συμβατικού όρου (άρθρο 361 ΑΚ), ανάγεται σε κύρια υποχρέωση, δηλαδή υποχρεούται σε προεκπλήρωση. Μόλις δε προβεί σε εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεών του, δικαιούται να ζητήσει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, ταυτόχρονα με την παράδοση του έργου (ΑΠ 381/2021, ΑΠ 778/2013, ΑΠ 1788/ 2013).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλΑΠ 18/08, ΟλΑΠ 15/2006). Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 50/2020, ΑΠ 1075/2019, ΑΠ 708/2017).
- Ο από τον αριθ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός, ο οποίος στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, ιδρύεται, όταν για τα "πράγματα" που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά, χωρίς να απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποία από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 1484/2021, ΑΠ 1223/2021). Ο όρος "πράγματα" είναι ταυτόσημος του αντιστοίχου όρου του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ. Δηλαδή, ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι όμως και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΑΠ 1864/2017, ΑΠ 97/2016, ΑΠ 677/2015). Ο παραπάνω λόγος είναι απαράδεκτος, όταν υπό την γενική επίκληση της ανωτέρω πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθ. 10 Κ.Πολ Δ. πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ ουσιαστική κρίση του Εφετείου, ενώ είναι αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1304/2012, ΑΠ 292/2011), ανεξάρτητα αν ύστερα από την εκτίμησή τους καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα "πράγματα" κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 576/2018, ΑΠ 360/2016, ΑΠ 237/2016, ΑΠ 1935/2014).
- Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3 παρ.1, 4, 8 παρ.1, 14 παρ.1, 16 παρ. 1 και 2, 19 παρ.1, 21, 35 παρ.1 και 36 του Ν. 2859/2000 "Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας" (ΦΕΚ Α' 248), ο οποίος κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο το Ν. 1642/1986 (ΦΕΚ Α' 125) που εισήγαγε τον ανωτέρω φόρο στη χώρα, με τις επελθούσες αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του, οι οποίες ως ειδικές, υπερισχύουν αυτών του ενδοτικού δικαίου, όπως είναι και η διάταξη του άρθρου 425 του ΑΚ με την οποία ορίζεται ότι "τα έξοδα της εξοφλητικής απόδειξης φέρει ο οφειλέτης, αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση", σαφώς προκύπτει, ότι στην περίπτωση σύμβασης έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής, για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση προς το Δημόσιο του αναλογούντος σε αυτά Φ.Π.Α., ο οποίος επιρρίπτεται στον εργοδότη, ως λήπτη των παρεχόμενων σε αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του, εφ` όσον ο εργολάβος προβεί στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σ` αυτά Φ.Π.Α. στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., εντός των χρονικών ορίων που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει τον φόρο αυτό από τον εργοδότη, δικαιούται να τον επιδιώξει από αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικώς, κατ` εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 170/2021, ΑΠ 535/2018, ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 659/2014), εκτός αν ο εργοδότης επικαλεσθεί και αποδείξει ειδική συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργολάβου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την τοιαύτη υποχρέωσή του (ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 1598/2011). Σε περίπτωση δε, που κατά το χρόνο παράδοσης του έργου δεν έχει εκδοθεί το σχετικό τιμολόγιο ή η απόδειξη παροχής υπηρεσιών από τον εργολάβο, ο εργολάβος οφείλει να εκδώσει κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής (ήτοι στο μέλλον) τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπεται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράψει την φορολογική αξία (την ως άνω επιδικασθείσα αμοιβή) και το ποσό του φόρου χωριστά (ΑΠ 164/2020, ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 80/1999). Η εν λόγω απαίτηση του εργολάβου έναντι του εργοδότη για την οφειλή του φόρου προστιθέμενης αξίας μπορεί να καταστεί αντικείμενο δίκης, κατά την διάταξη του άρθρου 69 παρ.1 περ.ε` του ΚΠολΔ. (ΑΠ 164/2020, ΑΠ 1113/ 2017). Επομένως, για την κατά τα ανωτέρω υποχρέωση καταβολής της ως άνω οφειλής, δεν αρκεί η στο μέλλον εξόφληση της σχετικής οφειλής από τον υπόχρεο εργοδότη, αλλά απαιτείται επί πλέον και η έκδοση από τον εργολάβο, κατά το χρόνο είσπραξης της αμοιβής του, του κατά τη φορολογική νομοθεσία απαραίτητου φορολογικού στοιχείου (ΑΠ 732/2022, ΑΠ 164/2020, ΑΠ 535/2018, ΑΠ 1113/2017). Αυτονόητη προϋπόθεση της απαίτησης αυτής προς καταβολή του φόρου προστιθέμενης αξίας, ως παρεπομένης στη κύρια οφειλή της αμοιβής του εργολάβου για την από αυτόν παροχή υπηρεσιών, είναι η ύπαρξη της τελευταίας αυτής απαίτησης του εργολάβου έναντι του εργοδότη (ΑΠ 1113/2017). Το ποσό αυτό υποχρεούνται να καταβάλει ο εργοδότης - εναγόμενος με το νόμιμο τόκο από την ημέρα έκδοσης από τον εργολάβο - ενάγοντα του σχετικού τιμολογίου παροχής υπηρεσιών και παράδοσης αυτού στον εναγόμενο μέχρι την πλήρη εξόφληση (ΑΠ 732/2022).
- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με την απόδοση σ` αυτόν εννοίας μη αληθινής (μη αρμόζουσας), είτε με εσφαλμένη (μη ορθή) εφαρμογή, που υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου εφαρμόζεται, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή δεν εφαρμόζεται, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 4/2005).
ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ INLAW.GR
1. Η διαφορά μεταξύ αμοιβής και
Φ.Π.Α. στη σύμβαση έργου
Στη σύμβαση έργου, ο εργολάβος
(εκτελεστής του έργου) δικαιούται να λάβει:
α) την καθαρή αμοιβή για τις εργασίες που προσέφερε, και
β) τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), που
είναι επιπλέον ποσό, το οποίο υποχρεούται να αποδώσει στο Δημόσιο.
Ο Φ.Π.Α. δεν αποτελεί καθαρή αμοιβή
του εργολάβου. Είναι φόρος που εισπράττεται για λογαριασμό του κράτους από
τον εργοδότη (τον πελάτη), και οφείλεται μόνο όταν εκδοθεί τιμολόγιο. Γι’
αυτό και η απαίτηση του ΦΠΑ γεννιέται φορολογικά κατά την έκδοση του τιμολογίου,
όχι κατά την παράδοση του έργου.
Αν ο εργοδότης δεν πληρώσει τον
ΦΠΑ, ο εργολάβος μπορεί να τον ζητήσει δικαστικά, αρκεί να έχει εκδώσει το
τιμολόγιο, αφού μόνο τότε γεννάται η φορολογική υποχρέωση.
2. Δήλη ημέρα & τοκοφορία στη
σύμβαση έργου
Η "δήλη ημέρα" είναι
η καθορισμένη ημερομηνία παράδοσης του έργου, που συμφωνείται από τα μέρη.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η δήλη ημέρα ήταν η 30-6-2005.
Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα (άρθρα
681, 694 ΑΚ), η αμοιβή του εργολάβου καθίσταται απαιτητή με την παράδοση
του έργου – δηλαδή από τη δήλη ημέρα.
Από αυτή την ημερομηνία, το ποσό
της αμοιβής γίνεται έντοκο (τοκοφορεί), εφόσον δεν έχει πληρωθεί.
Όχι όμως και ο ΦΠΑ, γιατί –
όπως προαναφέρθηκε – αυτός τοκοφορεί από την έκδοση του τιμολογίου, που στη
συγκεκριμένη υπόθεση έγινε το 2010.
Ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι η επιδίκαση
τόκων ΦΠΑ από το 2005 αντί του 2010 ήταν νομικό σφάλμα, διότι η τοκοφορία
ΦΠΑ συνδέεται όχι με την παράδοση του έργου αλλά με την έκδοση του παραστατικού.
Θεμιστοκλής Π. Χατζηιωάννου
ΕΔΩ: Η Δικηγορία στη Νέα Εποχή. Από τον Lawyer Erectus στον Lawwyer Deus,
το ΝΕΟ συναρπαστικό βιβλίο του Θεμιστοκλή Π. Χατζηιωάννου για τη δικηγορία στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης