Περιοχή μέλους Χρήστης Συνθηματικό Είσοδος Εγγραφή Ξεχάσατε τον κωδικό σας;
Ημερομηνία / Ώρα
Νέα της στιγμής :
img
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 770/2023print
Πολιτική - 18/08/2024 19:48
Εμπρησμός δάσους από αμέλεια. Έγκλημα δια παραλείψεως. Ποινική ευθύνη υπαλλήλων της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. λόγω πλημμελούς συντήρησης του δικτύου ηλεκτροδότησης
ΚΑΜΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 770/2023

 

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ

 

- Εμπρησμός δάσους από αμέλεια. Έγκλημα δια παραλείψεως. Ποινική ευθύνη υπαλλήλων της ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. λόγω πλημμελούς συντήρησης του δικτύου ηλεκτροδότησης. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας. Άμεσα ζημιωθέντες με δυνατότητα παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας στο ανωτέρω αδίκημα του εμπρησμού, είναι εκείνοι για τους οποίους προέκυψε κίνδυνος στα πράγματά τους, τη ζωή τους ή την σωματική τους ακεραιότητα. Ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας. Αιτιολογημένη απόρριψη του αιτήματος αναβολής. 

- Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 28, 264, 265 και 266 παρ. 2 του Π.Κ. συνάγεται ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος του εμπρησμού δασικής εκτάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979 από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση αφενός μεν ότι δεν καταβλήθηκε από το δράστη η προσοχή που απαιτείται κατ' αντικειμενική κρίση, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις κρατούσες στις συναλλαγές συνήθειες, την κοινή πείρα και λογική κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι μπορούσε αυτός από τις προσωπικές περιστάσεις και ικανότητες του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή παράλειψη του δράστη. Όταν το έγκλημα είναι απότοκο της συγκλίνουσας αμέλειας περισσοτέρων προσώπων, το καθένα από αυτά ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, μέσα στα πλαίσια της αμέλειας που επέδειξε και εφόσον το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Κατά την επικρατούσα δε απόλυτα στο ποινικό δίκαιο αρχή του ισοδύναμου των όρων, (conditio sine qua non), κάθε όρος του αποτελέσματος είναι χαρακτηριστέος ως αιτία. Εξάλλου όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς του δράστη που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τον κατ' αυτό τον τρόπο τελούμενο εμπρησμό δασικής εκτάσεως από αμέλεια, ο οποίος τελείται με παράλειψη απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 του Π.Κ. αλλά και του άρθρου 15 του Π.Κ., κατά το οποίο, όταν ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως σε έγκλημα που τελείται με παράλειψη μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη νόμου ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υποχρέου, είτε από σύμβαση είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει (ΑΠ 141/2020, ΑΠ 1026/2016, ΑΠ 497/2005).

- Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

- Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.

- Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.3 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου ΚΠΔ, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία στη διαδικασία του ακροατηρίου, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του υποστηρίζοντος την κατηγορία οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησης για την παράστασή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο αίτησης και υποβολής της κατά το άρθρο 67 του ΚΠΔ, ο οποίος φτάνει μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου. Άλλες ελλείψεις ή πλημμέλειες, που αφορούν την παράσταση ή την εκπροσώπηση του υποστηρίζοντος την κατηγορία δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της υποστήριξης της κατηγορίας και δεν επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα, αφού οι ελλείψεις ή οι πλημμέλειες αυτές θίγουν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Περαιτέρω, την ιδιότητα του υποστηρίζοντος την κατηγορία στην ποινική διαδικασία την αποκτά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 82, 84 και 87 του ΚΠΔ, εκείνος που δικαιούται κατά το αστικό δίκαιο να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Τέτοιο δικαίωμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, έχει όποιος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) υπέστη άμεσα ζημία ή ηθική βλάβη από την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και όχι αυτός που ζημιώθηκε έμμεσα από την πράξη αυτή. Δηλαδή, πρέπει η πολιτική αγωγή για αξίωση χρηματικής ικανοποίησης ή αποζημίωσης να έχει άμεση σχέση και μάλιστα αιτιώδη συνάφεια με την αξιόποινη πράξη για την οποία ο κατηγορούμενος διώχθηκε και δικάζεται, τούτο δε κρίνεται κατά τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό χαρακτηρισμό, όπως διατυπώνονται στο κλητήριο θέσπισμα ή στο παραπεμπτικό βούλευμα και σύμφωνα με το προστατευόμενο αγαθό. Έτσι, για να προσδιορισθεί ποιος είναι ο αμέσως ζημιούμενος και αν έχει έννομο συμφέρον και νομιμοποιείται ενεργητικά σε παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, αναζητείται ποιο είναι το συμφέρον και το έννομο αγαθό που προστατεύει η συγκεκριμένη ποινική διάταξη που παραβιάσθηκε από τον κατηγορούμενο, για την οποία δικάζεται. Η δήλωση δε παραστάσεως του υποστηρίζοντος την κατηγορία, από το περιεχόμενο της οποίας εξαρτάται και η νομιμοποίηση αυτού, πρέπει, κατά το άρθρο 84 του ΚΠΔ, να περιέχει, με ποινή απαραδέκτου, εκτός άλλων, συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα του να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων, δηλαδή, κατά τρόπο σαφή και πλήρη και τα περιστατικά εκείνα από τα οποία προκύπτει ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αξιόποινης πράξης και της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη. Το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη ή τις άδικες πράξεις, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης από την αποδεικτική διαδικασία (ΑΠ 25/2021, ΑΠ 1307/2019, ΑΠ 1166/2019, ΑΠ 286/2019). Εξάλλου στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα των άρθρων 264 επ. του Π.Κ., έχουν ενταχθεί μόνο τα εγκλήματα εκείνα, όπου ο κίνδυνος αφορά καταρχήν στον άνθρωπο ή τις ξένες ιδιοκτησίες, ανεξαρτήτως αν διαχέεται προς τα έννομα αυτά αγαθά μέσα από προσβολές στοιχείων του περιβάλλοντος, όπως συμβαίνει στον εμπρησμό δάσους. Έτσι στο τελευταίο αυτό αδίκημα του εμπρησμού σε δάσος από αμέλεια της παρ. 3 του άρθρου 265 του Π.Κ., όπως άλλωστε και στο αντίστοιχο εκ δόλου τελούμενο έγκλημα της παρ. 1 του ιδίου άρθρου, προστατευόμενο έννομο αγαθό τυγχάνουν η ζωή, η σωματική ακεραιότητα, η ιδιοκτησία καθώς και αυτό καθεαυτό το δάσος. Τα πιο πάνω έννομα αγαθά απειλούνται σοβαρά από την κακή χρήση της φυσικής δύναμης του πυρός, πρόκειται δε για την ανάγκη προφύλαξης του κοινωνικού συνόλου από την φωτιά, η οποία είναι ανεξάρτητη της ανάγκης προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας επί των εκάστοτε απειλουμένων δασικών εκτάσεων. Συνακόλουθα άμεσα ζημιωθέντες με δυνατότητα παράστασης για την υποστήριξη της κατηγορίας στο ανωτέρω αδίκημα του εμπρησμού, είναι εκείνοι για τους οποίους προέκυψε κίνδυνος στα πράγματά τους, τη ζωή τους ή την σωματική τους ακεραιότητα.

- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974), 30, 104, 105, 223 παρ. 4 και 244 παρ.3 του Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι απαγορεύεται η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της έγγραφης ένορκης εξέτασής του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης ή της ένορκης κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιοποίηση εκ μέρους του δικαστηρίου, των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ. δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ' και 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποίησης διακηρύσσεται και στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση .να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του, επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (Ολ.ΑΠ 1/2004). Επομένως, βάσει των ανωτέρω διατάξεων, δεν είναι επιτρεπτό να αξιολογηθούν σε βάρος του κατηγορουμένου, όσα τυχόν επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία έχει καταθέσει κατά την ανωμοτί ή ένορκη εξέτασή του στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης ή στα πλαίσια ένορκης διοικητικής εξέτασης. Συνακόλουθα τούτων, η κατά παράβαση της απαγόρευσης αυτής αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος εκείνου που κατέθεσε και στη συνέχεια κατέστη κατηγορούμενος της ως άνω κατάθεσής του, είτε στην προδικασία είτε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ και θεμελιώνει έτσι τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1383/2020, ΑΠ 2125/2017). Η ακυρότητα όμως αυτή, δεν επέρχεται στην περίπτωση που αξιολογείται-εκτιμάται αποδεικτικά πόρισμα το οποίο στηρίχτηκε και σε μαρτυρική κατάθεση του μετέπειτα κατηγορουμένου, διότι στην περίπτωση αυτή πρόκειται για αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, ανεξάρτητο από την εν λόγω κατάθεση και συγκεκριμένα για έγγραφο (ΑΠ 2068/2008).

- Από τις διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43, σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 57 επ., 246 επ., 250 και 321 του Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε και για κάποια άλλη έστω και συναφή, αλλιώς παράγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας. Τέτοια μεταβολή υπάρχει, όταν η πράξη για την οποία επήλθε η καταδίκη του κατηγορουμένου, είναι ουσιωδώς διαφορετική από εκείνη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις, ώστε να αποτελεί αντικειμενικά διαφορετικό έγκλημα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, όταν το δικαστήριο, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, αποσαφηνίζει και συμπληρώνει εκείνα που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο διώχθηκε και έχει εισαχθεί σε δίκη ο κατηγορούμενος, ή καθορίζει ακριβέστερα τον τρόπο τελέσεως αυτού, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα της πράξεως (ΑΠ 61/2019, ΑΠ 1734/2011, ΑΠ 2154/2007). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3 και 4 ΚΠΔ προκύπτει ότι, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολο της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για κατ' ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως στάση, με την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και αποβάλλει την ισχύ της, το δε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο επανεξετάζει την υπόθεση, τόσο ως προς τη νομική, όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση. Έτσι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος κατηγορουμένου για ακυρότητα (απόλυτη ή σχετική) της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 44/2017, ΑΠ 445/2014, ΑΠ 774/2010, ΑΠ 2075/2008, ΑΠ 221/2002).

- Σύμφωνα με το άρθρο 352 και 353 του ΚΠΔ., παρέχεται στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πλην όμως εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή αυτή αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου κώδικα δικανική του πεποίθηση. Μεταξύ των αποδείξεων αυτών είναι η πραγματογνωμοσύνη, που διατάσσεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 183 ΚΠΔ, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέως από ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο, η αυτοψία και η κλήτευση κάποιου μάρτυρα. Η αποδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού εναπόκειται, όπως προαναφέρθηκε στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Όταν όμως υποβληθεί από τον κατηγορούμενο τέτοιο αίτημα και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι σαφές και ορισμένο, το δικαστήριο οφείλει όχι μόνο να απαντήσει σ'αυτό, αλλά, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στη σχετική απόφασή του. Τούτο δε διότι η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στην διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε (ΑΠ 238/2021, ΑΠ 703/2020, ΑΠ 227/2020). Έτσι η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να διατάξει το δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη, να διενεργήσει αυτοψία και να κλητεύσει μάρτυρες, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη, ώστε να την κρίνει το δικαστήριο, άλλως δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα για την απορριπτική του κρίση, δεν απαιτείται δε πανηγυρική απόρριψη, αλλά μπορεί να συναχθεί αυτή εξ όλων των δεκτών γενομένων περιστατικών ως αποδειχθέντων (ΑΠ 1253/2019, ΑΠ 681/2019). Επιπλέον, η απόρριψη χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παραδεκτού αιτήματος αναβολής για νέες αποδείξεις, επειδή συνάπτεται άμεσα με την ανάγκη νόμιμης απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου, προσβάλλει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο αθωότητας αυτού, κατά τα άρθρα 6 παρ. 1, 2 και 3 περ. δ' της Ε.Σ.Δ.Α. και 14 παρ. 2 του Δ.Σ.Α.Π.Δ., και επιφέρει σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ., απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, στοιχειοθετώντας λόγο αναίρεσης και από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. (ΑΠ 30/2021, ΑΠ 848/2020, ΑΠ 32/2020, ΑΠ 81/2019).