Περιοχή μέλους Χρήστης Συνθηματικό Είσοδος Εγγραφή Ξεχάσατε τον κωδικό σας;
Ημερομηνία / Ώρα
Νέα της στιγμής :
img
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ 57/2024print
Πολιτική - 19/04/2024 09:02
Παρεμπόδιση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο. Χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση. Παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης.
ΕΠΟΙΝΩΝΙΑ ΓΟΝΕΑ ΤΕΚΝΟΥ

ΑΡΙΘΜΟΣ 57/2024

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

- Παρεμπόδιση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο. Χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση. Παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης.

- Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 950 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου ογδόου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, η απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία μπορεί να απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 947 ΚΠολΔ. Κατά τη σαφή έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 950 παρ. 2 ΚΠολΔ, βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της αποτελεί το γεγονός ότι εκείνος που παρεμποδίζει το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο ενεργεί με πρόθεση ματαίωσης και αποτροπής αυτής, πράγμα το οποίο επιτυγχάνεται και όταν ο υπόχρεος παροτρύνει ή εξωθεί το τέκνο να αποφύγει την επικοινωνία (ΑΠ 1395/2008, ΑΠ 429/2002 ΝοΒ 50.1863, ΕλΔνη 43.1621, ΑΠ 422/1999 ΕλΔ 40.1546, ΑΠ 499/1994 ΕλΔ 36.140, ΑΠ 1241/1987 ΝοΒ 36.1444, ΑΠ 42/1985 ΑρχΝ 36.642). Εξάλλου, κατά το άρθρο 947 παρ.1 ΚΠολΔ, όταν ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, το δικαστήριο για την περίπτωση που παραβεί την υποχρέωσή του, απειλεί για κάθε παράβαση χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες [100.000] € υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση έως ένα έτος. Αν η απειλή της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κράτησης δεν περιέχεται στην απόφαση που καταδικάζει τον οφειλέτη να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, απαγγέλεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο. Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 947 § 1 του ΚΠολΔ, η οποία, κατά το μέρος, που προβλέπει ποινές, έχει χαρακτήρα κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον με αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία, προκύπτει ότι η διαδικασία της έμμεσης αυτής αναγκαστικής εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο δικαστικών αποφάσεων. Κατά το πρώτο στάδιο βεβαιώνεται με την απόφαση η υποχρέωση του εναγομένου σε παράλειψη ή ανοχή της πράξης, εναντίον του απειλούνται για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσής του οι ποινές αθροιστικά και καθορίζονται το ποσό της χρηματικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησης. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται διάγνωση της παράβασης, βεβαιώνεται δηλαδή εκ μέρους του καθ’ ου η εκτέλεση παραβίασης της υποχρέωσής του προς παράλειψη ή ανοχή και καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηματικής ποινής και σε προσωπική κράτηση [ΑΠ 1006/2023, ΑΠ 927/2020, 1333/2020, 804/2018]. Η απόφαση επί της δεύτερης αγωγής, η οποία εισάγει διαγνωστική δίκη [με σκοπό την απόκτηση εκτελεστού τίτλου] αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για την εφαρμογή των κυρώσεων εκ μέρους του δανειστή, (ΑΠ 134/2015, ΑΠ 1593/2011, ΑΠ 1274/2010). Προϋποθέσεις είναι : 1) ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, που ενσωματώνει την εκτελούμενη απαίτηση και απειλεί χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση, 2) επίδοση της απόφασης αυτής με επιταγή προς εκτέλεση και 3) παράβαση από τον καθ’ ού η εκτέλεση των διατάξεων της απόφασης και τα στοιχεία αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης και επιβολής χρηματικής ποινής για μη συμμόρφωση του καθ’ ού η εκτέλεση προς τις διατάξεις της απόφασης για παράλειψη ή ανοχή πράξεως. Αρμόδιο να βεβαιώσει την παράβαση και να καταδικάσει στη χρηματική ποινή και στην προσωπική κράτηση είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, η δε σχετική αγωγή είναι καταψηφιστική. Ιδιαίτερο δε αίτημα για τη βεβαίωση της δεν απαιτείται, διότι στο αίτημα για την καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση εμπεριέχεται και αίτημα για τη βεβαίωση της παραβάσεως, αφού η τελευταία αποτελεί τον πυρήνα της αγωγής και προϋπόθεση της καταδίκης. Σε περίπτωση περισσότερων παραβάσεων, οι οποίες διαπιστώνονται δικαστικώς, οφείλονται ισάριθμες χρηματικές ποινές και χωρεί καταδίκη σε προσωπική κράτηση για κάθε παράβαση. Όταν όμως, μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα συντρέξουν περισσότερες παραβάσεις που συνιστούν διαρκή ενέργεια ή συγκροτούν μία φυσική ενότητα ενέργειας, τότε επιβάλλεται μία μόνο ποινή και όχι αθροιστικά τόσες ποινές όσες και οι μερικότερες παραβάσεις (ΑΠ 178/2003 ΕλΔνη 44.737, ΑΠ 1140/1999 ΕλΔνη 41.384). Η διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ έχει εφαρμογή μόνο όταν το περιεχόμενο της παράλειψης ή ανοχής αφορά στο μέλλον και όταν η υποχρέωση για παράλειψη ή ανοχή θεμελιούται σε δικαστική απόφαση, όπως συνιστά, μεταξύ άλλων, και η απόφαση που διατάζει ασφαλιστικό μέτρο και εκδίδεται στο πλαίσιο προσωρινής ρύθμισης κατάστασης κατ` άρθρο 731 ΚΠολΔ, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 700 παρ. 1 ΚΠολΔ, η απόφαση αυτή εκτελείται κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης. Εξάλλου, με βάση τη διάταξη του άρθρου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 693 ΚΠολΔ, να εγείρει τακτική αγωγή για την κύρια υπόθεση εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την έκδοση της αυτής ως άνω απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων, εκτός αν το Δικαστήριο όρισε κατά την κρίση του μεγαλύτερη προθεσμία για την άσκηση της αγωγής. Αντιθέτως, αν παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία των τριάντα(30) ημερών αίρεται αυτοδικαίως και άνευ έκδοσης αντίστοιχης δικαστικής απόφασης το διαταχθέν και ήδη επιβληθέν ασφαλιστικό μέτρο, αλλά διατηρούνται οι έννομες συνέπειες, τις οποίες επέφερε ή εν λόγω απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων έως την αποδυνάμωσή της, εκτός αν εκδόθηκε εντός της προρρηθείσας 30ήμερης προθεσμίας διαταγή πληρωμής. Η ρύθμιση αυτή, η οποία έχει τεθεί στο κεφάλαιο των γενικών διατάξεων για τα ασφαλιστικά μέτρα, έχει χαρακτήρα γενικής ισχύος και, ελλείψει πρόβλεψης οιασδήποτε ειδικότερης εξαίρεσης στην εφαρμογή της, συνάγεται ότι καταλαμβάνει όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων. Η αυτοδίκαιη άρση του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου δεν καθιστά ανυπόστατη την ήδη εκδοθείσα απόφαση, αλλά ανακόπτεται αποκλειστικώς και μόνο η νομιμότητα της συνέχισης ισχύος της και η ανάδυση από εννόμων συνεπειών, υπό την έννοια ότι δεν δύναται στο εξής να θεμελιώσει καθεαυτήν έγκυρες διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης. Δεν είναι όμοια, όμως, η περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος, ο οποίος με αίτησή του πέτυχε την έκδοση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος οφειλέτη του, με την οποία υποχρεώθηκε ο τελευταίος σε υποχρέωση παράλειψης πράξης ή ανοχή πράξης και απειλήθηκαν κατ’ αυτού οι ποινές έμμεσης εκτέλεσης, μετά την έκδοση αυτής της απόφασης, παραιτηθεί από την αγωγή που ήδη είχε ασκήσει για την κύρια υπόθεση, είτε από την αγωγή που ασκήσει εντός της ορισθείσας προθεσμίας. Σ’ αυτή την περίπτωση αναιρούνται οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής ως διαδικαστικής πράξης και δεν προκαλείται αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου που διατάχθηκε, αλλά συντρέχει λόγος για να ζητηθεί η ανάκληση της σχετικής απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 698 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠολΔ, ενώ μέχρι, την ανάκληση της απόφασης, αυτή παράγει τις συνέπειές της (ΑΠ 1315/2020, Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ, άρθρο 693 αρ.18, 698 αρ.11 ).