ΑΡΙΘΜΟΣ 97/2024
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
- Παραγραφή εν επιδικία. Θέματα διαχρονικού δικαίου.
- Το θεσμό της παραγραφής, που είναι δημόσιας τάξης, επιβάλλει το συμφέρον της έννομης τάξης, το οποίο απαιτεί εκκαθάριση των εννόμων σχέσεων, που ανάγονται στο παρελθόν. Ειδικότερη εκδήλωση του θεσμού της παραγραφής αποτελεί η παραγραφή εν επιδικία. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής θεωρείται η αδράνεια του δικαιούχου να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσής του, της δε εν επιδικία παραγραφής η αδράνεια του δικαιούχου, η οποία εκδηλώνεται κατά την επιδικία. Η διαιώνιση της επιδικίας αποτρέπεται με την τέλεση διαδικαστικών πράξεων είτε από τους διαδίκους, είτε από το Δικαστήριο (Σημαντήρας, Γενικές Αρχές του Δικαίου, 4, σελ. 601 επ). Με τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δεν αποσβήνεται η αξίωση, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει, ως ατελής ή φυσική ενοχή, αλλά ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτής ανατρεπτική ένσταση από το άρθρο 272 ΑΚ και να αρνηθεί την παροχή. Έχει δηλαδή στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης κεκτημένο δικαίωμα έναντι του δανειστή για άρνηση της παροχής προς αυτόν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 261 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/20-3-2013 (ΦΕΚ Α 74/20-3-2013) “Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής με αυτή, που διακόπηκε, αρχίζει σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του είδους της, ως βραχυπρόθεσμης ή συνήθους, από την έγερση της αγωγής, διακόπτεται δε μετά από κάθε διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου και αμέσως μετά την επιχείρηση αυτής αρχίζει ισόχρονη με την αρχική παραγραφή, η οποία μπορεί να συμπληρωθεί με την παρέλευση του χρόνου, που ίσχυε γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική ενέργεια ή άλλος λόγος διακοπής πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης. Έτσι, εφόσον η αξίωση είχε καταστεί επίδικη, η παραγραφή μπορούσε να συμπληρωθεί εν επιδικία, στην περίπτωση απραξίας των διαδίκων. Κατά την έννοια δε της παραπάνω διάταξης, διαδικαστική πράξη, συνεπαγόμενη διακοπή της παραγραφής, θεωρείτο κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της Δικαστικής Αρχής, που περιείχε τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και ήταν, κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. Απαιτείτο δηλαδή επιχείρηση λυσιτελούς δικονομικής ενέργειας και εντασσόμενης στην κατά το νόμο συστηματική οργάνωση της διαδικασίας, δηλαδή ενέργειας, που κατά νόμο προσφέρεται και μπορεί να έχει συγκεκριμένα αποτελέσματα στην κίνηση της δίκης και δεν αρκούσε, για τη διακοπή της παραγραφής, που έτρεχε εν επιδικία, οποιαδήποτε ενέργεια του διαδίκου, ενδεικτική της έλλειψης αδράνειας (ΟλΑΠ 1/2011). Προς αντιμετώπιση των δυσμενών για το δικαιούχο συνεπειών από την παραγραφή της αξίωσής του εν επιδικία, ιδίως στην περίπτωση βραχυχρόνιων παραγραφών, το άρθρο 261 ΑΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/2013. Κατά τη νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/2013: “1. την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. 2. Στην περίπτωση, που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου, εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύδει την πρόοδο της δίκης. 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.” Στην παραπάνω διάταξη του νέου άρθρου 261 ΑΚ περιέχεται διάταξη διαχρονικού δικαίου (παρ. 3 αυτού), στην οποία ρυθμίζεται η εν επιδικία παραγραφή εκκρεμών δικών. Ως προϋπόθεση για την εφαρμογή της νέας διάταξης στις εκκρεμείς δίκες τίθεται να μην έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ενώ δεν τίθεται, ως πρόσθετη προϋπόθεση, να μην έχει ήδη επέλθει εν επιδικία, κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 4139/2013 (20-03- 2013) η παραγραφή της αξίωσης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, όπως ίσχυε προηγουμένως. Έτσι, με τη διάταξη αυτή, της παραγράφου 3 του άρθρου 261 ΑΚ, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της, εισάγεται εξαίρεση από τη γενική αρχή του διαχρονικού δικαίου των παραγραφών, που θεσπίζεται με το άρθρο 18 παρ. 1 ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο “οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις, που έχουν γεννηθεί, αλλά δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά την εισαγωγή του”. Οι διατάξεις του συγκεκριμένου άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά όχι μόνο στις διατάξεις για την παραγραφή του Αστικού Κώδικα και του πριν από αυτόν δικαίου, αλλά και σε κάθε άλλη διάταξη για παραγραφή, που θεσπίζεται με νεότερο νόμο, ο οποίος ορίζει διάφορο χρόνο παραγραφής εκείνου του προϊσχύσαντος δικαίου. Έτσι, όταν οι διατάξεις του νεότερου νόμου, καθιερώνουν μακρότερο χρόνο παραγραφής σε σχέση με το χρόνο παραγραφής, που καθόριζε ο προηγούμενος νόμος, εφαρμόζεται ο νεότερος νόμος και για τις αξιώσεις αξιώσεων, που είχαν γεννηθεί υπό την ισχύ του προηγούμενου νόμου, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Αν όμως έχει ήδη επέλθει το αποτέλεσμα αυτό (της παραγραφής), δεν ανατρέπεται από το νέο νόμο, εκτός αν ο νομοθέτης προσδώσει στη νέα διάταξη αναδρομική δύναμη, εντός των επιτρεπτών συνταγματικών ορίων (ΑΠ 848/2018, ΑΠ 258/2002, Γ. Ράμμος σε Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, άρθρο 18 ΕισΝΑΚ, αριθ. 1). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο, που ίσχυε, όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη- εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να μη θεμελιώνεται λόγος έφεσης εξαιτίας ευνοϊκής υπέρ του εκκαλούντος νομοθετικής μεταβολής. Εξαίρεση εισάγεται, όταν ο νόμος περιέχει ρητή διάταξη ότι εφαρμόζεται στις εκκρεμείς ενώπιον του Εφετείου δίκες, αν συγχρόνως δεν παραβιάζονται συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα (ΟλΑΠ 654/1984, ΑΠ 1311/2010). Στην περίπτωση του νέου άρθρου 261 ΑΚ, προβλέποντας ο ν. 4139/ 2013 ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται στις εκκρεμείς δίκες, για τις οποίες δεν εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση, επιτρέπει, κατ’ αρχήν, σύμφωνα πάντα με τη γραμματική ερμηνεία του, την άσκηση έφεσης από το διάδικο του οποίου η αξίωση κρίθηκε πρωτοδίκως παρα εγραμμένη, με την επίκληση της επελθούσας νομοθετικής μεταβολής και κατ’ επέκταση της “εσφαλμένης” υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς απόρριψης της σχετικής αγωγής του, με τη συνδρομή βεβαίως των προϋποθέσεων του νέου άρθρου 261 ΑΚ. Επιβάλλεται όμως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η έρευνα της, με την αναδρομική εφαρμογή του νέου άρθρου 261 ΑΚ, παραβίασης ή μη συνταγματικώς προστατευομένων δικαιωμάτων. Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας δικαίου, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, επιβάλλει ιδίως τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, που πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις, που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους. Προς αυτήν δε, συγκρούονται ευθέως νόμοι, οι οποίοι ρυθμίζουν αναδρομικά και κατά τρόπο επαχθή ήδη περατωθείσες βιοτικές σχέσεις (ΣτΕ 1508/2002). Βασικό δε στοιχείο της παραγραφής σε ένα κράτος δικαίου είναι η προβλεψιμότητα του χρόνου συμπλήρωσής της, με βάση τις διατάξεις, οι οποίες ισχύουν κατά το χρόνο γένεσης της αξίωσης (ΟλΣτΕ 1738/2017, που έκρινε αντισυνταγματικές φορολογικές διατάξεις, δεχόμενο, κατ’ εφαρμογή της παραπάνω συνταγματικής αρχής, της ασφάλειας του δικαίου, υπό τις προαναφερόμενες εκδηλώσεις της, ότι η διάρκεια του χρόνου της παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων πρέπει να προσδιορίζεται στο νόμο εκ των προτέρων). Προς την κατεύθυνση αυτή, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στην απόφαση ΔΕΕ 2-6-2016 C-81/5 αναφέρει ότι η νομοθεσία της Ένωσης πρέπει να είναι σαφής και η εφαρμογή της προβλέψιμη από τους υποκείμενους σε αυτή, η δε επιταγή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις, που μπορούν να έχουν οικονομικές επιπτώσεις, ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων, που οι διατάξεις αυτές τους επιβάλλουν (ΟλΑΠ 8/2022 Δημοσιευμένη στην Ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Επομένως, η παραγραφή, που διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του Δικαστηρίου. Έτσι, ως διακοπτική διαδικαστική πράξη θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων Δικηγόρων τους ή του Δικαστηρίου, που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία κατά τον ΚΠολΔ, για την έναρξη, συνέχιση, διεξαγωγή ή αποπεράτωση της δίκης. Εξάλλου η κατά τα ανωτέρω παραγραφή, όπως το άρθρο 261 ΑΚ ίσχυε, πριν την ως άνω τροποποίησή του, μπορούσε να συμπληρωθεί «εν επιδικία», αν μεταξύ δύο διαδικαστικών πράξεων παρέλθει χρονικό διάστημα ισόχρονο με την παραγραφή, που διακόπηκε. Όμως, για να αρχίσει και πάλι η διακοπείσα παραγραφή από την τελευταία διαδικαστική πράξη του Δικαστηρίου, η οποία (=παραγραφή) είναι ισόχρονη με την διακοπείσα, και να μπορεί να συμπληρωθεί, με την παρέλευση του χρόνου, που ισχύει γι’ αυτήν, εφόσον δεν μεσολαβήσει κάποια νέα διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, πριν από την τελεσίδικη περάτωση της δίκης, προϋποτίθεται ότι είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης, με πράξεις των διαδίκων, ήτοι, αδράνεια του δανειστή να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεώς του. Τέτοια διαδικαστική πράξη αποτελεί μεταξύ άλλων και η κατάθεση κλήσης για τον ορισμό δικασίμου προς περαιτέρω συζήτηση μετά την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και μάλιστα χωρίς ανάγκη επίδοσής της (ΑΠ 1683/1984), όπως και ο ορισμός δικασίμου, αφού με αυτήν συντελείται συνέχιση προς ολοκλήρωση της δίκης (ΑΠ 53/2002), εφαρμοζόμενη συνακόλουθα και στην περίπτωση της κατάθεσης κλήσης για τον ορισμό δικασίμου ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, προς το οποίο γίνεται η παραπομπή από αναρμόδιο Δικαστήριο. Κατόπιν τούτων, ορίστηκε πλέον νομοθετικά και για τις εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η άσκηση της αγωγής, ως ειδικό ανασταλτικό γεγονός του χρόνου νέας παραγραφής της αξίωσης, ο οποίος διαφορετικά θα άρχιζε αμέσως μετά τη διακοπή της παραγραφής, που επέρχεται με την επίδοση της αγωγής, που ήταν ισόχρονη, έστω και βραχυπρόθεσμη και το ανασταλτικό αυτό αποτέλεσμα εξακολουθεί από το ανώτερο σημείο διακοπής και για όσο διαρκεί η δίκη της αγωγής, αποκλείοντας την παραγραφή της αξίωσης σε επιδικία μέχρι την έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης και επαναφέροντας την παραγραφή σε επιδικία, μόνο στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης, επιδεικνύοντας αδράνεια και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η οποία, όμως μπορεί και πάλι να διακοπεί με διαδικαστικές πράξεις διαδίκου (ΑΠ 950/2015). Υπό τη νέα ρύθμιση, η αναστολή, η οποία αρχίζει από τη χρονική στιγμή της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής, διαρκεί για έξι (6) μήνες, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου, συνεχίζει δε για όσο χρόνο δεν επιχειρούνται διαδικαστικές πράξεις από τους διαδίκους.Κατ’ αποτέλεσμα, η παραγραφή συμπληρώνεται, όταν παρέλθει ίσος χρόνος με την παραγραφή προσαυξανόμενος κατά έξι (6) μήνες. Αν στο μεταξύ διενεργηθεί από τον διάδικο κάποια αναγκαία διαδικαστική πράξη, τότε νέος χρόνος παραγραφής προσαυξανόμενος κατά έξι (6) μήνες αρχίζει και πάλι από την επόμενη της τελεσθείσας διαδικαστικής πράξης. Ήδη υπό τη νέα ρύθμιση, το εξάμηνο ουσιαστικά τρέπεται σε δωδεκ(12)μηνο, διότι η παραγραφή, που διακόπηκε με την επίδοση της αγωγής αρχίζει και πάλι έξι (6) μήνες μετά τη διακοπή και όχι από την επομένη της διακοπής, συμπληρώνεται δε, αφού παρέλθει και το εξάμηνο της παραγραφής, ώστε για την παραγραφή σε επιδικία να απαιτούνται πλέον δώδεκα μήνες, υπό την προϋπόθεση πάντοτε της αδράνειας των διαδίκων (βλ. μελέτη της Κ. Μακρίδου, «Η νέα διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ (Άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/2013) για την παραγραφή “εν επιδικία”», ΝοΒ 62 τ. Φεβρουαρίου 2014, σελ. 17 επ.).